-
1 почва
το έδαφος, η γηокультуривать - у καλλιεργώ το -, εξευγενίζω το -укреплять - у στερεώνω το -, ενισχύω το -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > почва
-
2 родить
рожу, родишь, παρλθ. χρ. родила κ.δ. родила, родило, παθ. μτχ; παρλθ. χρ. рождённый, βρ: -дён, -дена, -дено ρ.δ.κ.σ.μ.1. γεννώ, τίκτω• κάνω•онэ. -ла сына αυτή έκανε γιό•
она никогда не родила (αμ.) αυτήποτέ δε γέννησε.
|| φέρω στη ζωή•он -ил восемь сыновей αυτός έκανε οχτώ γιους.
2. μτφ. δημιουργώ, προξενώ, φέρω•беда беду -ит το ένα κακό φέρει το άλλο.
3. αμ. παράγω, αποδίδω, καρποφορώ•каменистая земля мало -ит το πετρώδες έδαφος λίγο αποδίδει.
1. γεννιέμαι•каждый год у не -лись дети κάθεχρόνο αυτή γεννούσε κι από ένα παιδί•
я -лся в 1916 году γεννήθηκα το 1916.
2. μου έρχεται, μου κατεβαίνει•в тот час у него родитьлась идея εκείνη τη στιγμή του γεννήθηκε η ιδέα.
3. γίνομαι, ευδοκιμώ, προκόβω•пшеница родитьласъ хорошо το σιτάρι πρόκοψε.
εκφρ.- лся (родитьлась) в рубашке (в сорочке) – γεννήθηκε θεόφτωχος (όμως ευδοκίμησε).